- επαναγκαστικός
- ἐπαναγκαστικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που έχει δύναμη ώστε να αναγκάζει, να επιβάλλεται2. καταναγκαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναγκαστικῶν — ἐπαναγκαστικός coercive fem gen pl ἐπαναγκαστικός coercive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναγκαστικόν — ἐπαναγκαστικός coercive masc acc sg ἐπαναγκαστικός coercive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναγκαστικοί — ἐπαναγκαστικός coercive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναγκαστικούς — ἐπαναγκαστικός coercive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)